ιδιούμαι

ιδιούμαι
ἰδιοῡμαι, -όομαι (Α) [ίδιος (Ι)]
1. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου, οικειοποιούμαι («γῆν καὶ οἰκίας κατανειμαμένους ἰδιώσασθαι», Πλάτ.)
2. κάνω κάποιον φίλο
3. έχω δική μου σύσταση, είμαι διαφορετικός από τους άλλους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • εξιδιούμαι — ἐξιδιοῡμαι, όομαι (AM) έχω εντελώς ιδιαίτερα γνωρίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιδιούμαι < ίδιος «ιδιαίτερος»] …   Dictionary of Greek

  • ιδίωμα — το (ΑΜ ἰδίωμα) [ιδιούμαι] 1. καθετί που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, η ιδιότητα 2. επιμέρους διάλεκτος, υποκατηγορία διαλέκτου («η επτανησιακή διάλεκτος περιλαμβάνει το ιδίωμα τής Ζακύνθου, το ιδίωμα τής Κέρκυρας κ.λπ.»)… …   Dictionary of Greek

  • ιδίωσις — ἰδίωσις, ἡ (ΑΜ) [ιδιούμαι] οικειοποίηση αρχ. απομόνωση …   Dictionary of Greek

  • ιδιώ — ἰδιῶ, όω (Α) (άχρ. ενεργ.) βλ. ιδιούμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”