ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
εξιδιούμαι — ἐξιδιοῡμαι, όομαι (AM) έχω εντελώς ιδιαίτερα γνωρίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιδιούμαι < ίδιος «ιδιαίτερος»] … Dictionary of Greek
ιδίωμα — το (ΑΜ ἰδίωμα) [ιδιούμαι] 1. καθετί που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, η ιδιότητα 2. επιμέρους διάλεκτος, υποκατηγορία διαλέκτου («η επτανησιακή διάλεκτος περιλαμβάνει το ιδίωμα τής Ζακύνθου, το ιδίωμα τής Κέρκυρας κ.λπ.»)… … Dictionary of Greek
ιδίωσις — ἰδίωσις, ἡ (ΑΜ) [ιδιούμαι] οικειοποίηση αρχ. απομόνωση … Dictionary of Greek
ιδιώ — ἰδιῶ, όω (Α) (άχρ. ενεργ.) βλ. ιδιούμαι … Dictionary of Greek